Εκκλησία της Ελλάδος Μυριόβιβλος - Βιβλιοθήκη Επικοινωνία



Περιεχόμενα

ΕΚΚΛΗΣΙΑ





Προηγούμενη σελίδα
Ομιλία Μακαριωτάτου

στην Ακολουθία του Ακαθίστου Υμνου

( 30/3/2001 )

Μας αξίωσε και πάλι εφέτος, αγαπητοί χριστιανοί, η χάρις του Αγίου Θεού, να φτάσουμε στην αποψινή εσπέρα, όπου εψάλαμε τον Ακάθιστο Ύμνο της Παναγίας μας και αφήσαμε τις ψυχές μας να πλημμυρίσουν από αισθήματα ευγνωμοσύνης και αγάπης στην Μητέρα του Θεού, που είναι ταυτόχρονα η Μητέρα όλων μας.

Ανέκαθεν το γένος των Ελλήνων από τα πρώτα ακόμα χρόνια που εδέχθη τον χριστιανισμό και μετά μέσα στην χιλιόχρονη βυζαντινή αυτόκρατορία, επρέσβευε ότι η Παναγία μας είναι Μητέρα του Θεού και των ανθρώπων, γι' αυτό και πάντοτε εξεδήλωνε αισθήματα θαλπωρής και αγάπης προς αυτήν την Κυρία των Αγγέλων και την Πλατυτέρα των Ουρανών.

Ακόμα δε και στα χρόνια της τουρκοκρατίας, όταν όλα τα έσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά, αν διαβάσει κανείς τα κείμενα που έχουν γράψει οι διάφοροι περιηγητές Ευρωπαίοι ως επί το πλείστον, που ήρθαν εδώ για να γνωρίσουν τότε την υπόδουλη Ελλάδα και περιγράφουν τη θρησκευτική ζωή των ανθρώπων, παράλληλα με την τυραννία την οποία εδέχονταν οι ορθόδοξοι Έλληνες χριστιανοί από μέρους των κατακτητών Τούρκων, αλλά ωστόσο έμεναν πιστοί στην πατροπαράδοτη πίστη τους, έδειχναν μεγάλη αγάπη, αφοσίωση, ακόμα και λατρεία στο πρόσωπο της Παναγίας μας και αυτό είναι κάτι το οποίο το γράφουν στα βιβλία τους οι ξένοι, γιατί τους έκανε μεγάλη εντύπωση το πόσο οι Έλληνες αγαπούν την Παναγία, το πόσο οι ορθόδοξοι χριστιανοί τιμούν και λατρεύουν την Μητέρα του Θεού και των Αγγέλων.

Γι' αυτό και εμείς σήμερα, ο ορθόδοξος λαός της Ελλάδος, σ' αυτή την μεγάλη και πανεπίσημη ημέρα που είναι αφιερωμένη στον Ακάθιστο Ύμνο προς τιμήν της Παναγίας μας, γεμίζουμε τις εκκλησίες μας, δείχνοντας μ' αυτό τον τρόπο την βαθύτατη πίστη από την οποία συνεχόμεθα, αλλά και ιδιαίτερα την λατρεία και την αφοσίωση που τρέφουμε προς την Υπεραγία Θεοτόκο.

Και αυτή η πίστη μας αυτές τις ημέρες, ενισχύεται ακόμα περισσότερο, καθώς η προσπάθεια και η σταυροφορία της Εκκλησίας μας για τη συλλογή των υπογραφών για το θέμα του θρησκεύματος στις ταυτότητες, έφτασε τα 3 περίπου εκατομμύρια υπογραφών, έναν αριθμό ο οποίος είναι μικρός θα έλεγε κανείς, αν λάβει κανείς υπόψη τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι χριστιανισμοί μας από μόνοι τους προσήλθαν στις εκκλησίες, για να βάλουν την υπογραφή τους κάτω από ένα χαρτί και να διαδηλώσουν έτσι μ' αυτό τον τρόπο την βαθύτατη επιθυμία τους να παραμείνουμε αυτό που είμαστε, αυτό που μας εκληροδότησαν οι πατέρες μας, να παραμείνουμε δηλαδή ορθόδοξοι και Έλληνες χριστιανοί.

Γιατί μ' αυτά τα δύο βασικά γνωρίσματα αυτός ο λαός εβάδισε μέσα στο ρουν της ιστορίας της και αυτός ο τόπος διεσώθη από ποικίλες περιπέτειες και επιδρομές των βαρβάρων. Σήμερα βέβαια δεν κινδυνεύουμε από επιρροές βαρβάρων. Κινδυνεύουμε όμως από άλλα πράγματα.

Κινδυνεύει η πίστη μας και πρέπει αυτή την πίστη μας να την οριοθετήσουμε. Πρέπει αυτή την πίστη μας να την καταστήσουμε ενσυνείδητη παρουσία μέσα στη ζωή μας, γιατί αυτή η πίστη μας είναι που μας σώζει, αυτή διασώζει μέσα μας το πρόσωπό μας, την πνευματική μας αυτοσυνειδησία και ταυτότητα.

Και όπως έλεγα και σε μία άλλη ομιλία μου, τίποτα δεν μπορεί αυτή την πίστη μας να την κλονίσει. Αντίθετα, όσο απειλείται και όσο κινδυνεύει η πίστη αυτή, τόσο γίνεται πιο σταθερή, τόσο και αποτελεί ένα αναφαίρετο στοιχείο της υπάρξεώς μας.

Τα λέγω όλα αυτά, με την αφορμή και ενός άλλου γεγονότος για το οποίο γίνεται πολύς λόγος αυτές τις ημέρες. Πρόκειται για την επίσκεψη του Πάπα εις την Ελλάδα. Και θα ήθελα μ' αυτή την ευκαιρία να μου επιτρέψετε για ολίγα μόνο λεπτά, να σας πω δυο-τρεις σκέψεις μου, επάνω εις το θέμα αυτό, για να μην αφήσω να πλανώνται παραπληροφορήσεις και άλλου είδους φανατισμοί, οι οποίοι δεν μας συνιστούν, αλλά αντίθετα κινδυνεύουν να μας εκθέσουν εις τα όμματα της διεθνούς κοινωνίας.

Οπως σας είναι γνωστό, τον Πάπα δεν τον προσκάλεσε, δια να έλθει στην Ελλάδα, η Εκκλησία μας. Την προσκάλεσε, καθ' ό είχε δικαίωμα, η κυβέρνηση της Ελλάδος. Επομένως, το ταξίδι αυτό του Πάπα γίνεται ύστερα από πρόσκληση της κυβερνήσεως. Πρώτον.

Δεύτερον. Ο Πάπας μας έγραψε, αφού είχε πάρει αυτή την πρόσκληση, αν έχουμε αντίρρηση σαν Εκκλησία που είμαστε, για να πραγματοποιήσει αυτό το ταξίδι το οποίο έχει καθαρά και ακραιφνώς προσκυνηματικό χαρακτήρα. Θέλησε και μας είπε, θέλει να προσκυνήσει στον τόπο, επάνω στην Ακρόπολη στον Αρειο Πάγο, όπου πριν από 1.950 χρόνια ο μεγάλος Απόστολος Παύλος στάθηκε και εκήρυξε τον Χριστό στους Αθηναίους.

Ρωτήθηκε η Εκκλησία μας αν έχει αντίρρηση ή δεν έχει αντίρρηση. Και εμείς που έπρεπε να δώσουμε μια υπεύθυνη απάντηση, γιατί εμείς διαχειριζόμεθα τις τύχες της Εκκλησίας και εμείς είμεθα οι υπεύθυνοι ταγοί και κυβερνήτες της εδώ στην γη, σκεφθήκαμε ότι δεν μπορούσαμε, δεν ήταν της ιστορίας μας, της παραδόσεώς μας και ακόμα του πολιτισμού μας, να πούμε ένα όχι, στον άνθρωπο ο οποίος θέλει να έλθει για να προσκυνήσει εδώ.

Αυτή η κίνηση της Εκκλησίας μας, από πολλούς επαινέθηκε και πολλοί είπαν ότι με αυτό τον τρόπο η Εκκλησία μας απέδειξε ότι βλέπει ευρύτατους ορίζοντες μπροστά της, βγαίνει από την απομόνωση, δεν εγκλωβίζεται σε φανατισμούς και μισαλλοδοξίες και δείχνει τον καλύτερό της εαυτό.

Υπάρχουν όμως και ορισμένοι άλλοι, και αυτοί οι άλλοι ανήκουν στα μέλη της Εκκλησίας μας, οι οποίοι φοβούνται. Φοβούνται ότι η επίσκεψη του Πάπα στην Ελλάδα θέτει σε κίνδυνο την Ορθοδοξία μας, τα δόγματά της και την αλήθειά της.

Στο σημείο αυτό, πρέπει να δώσω κάποιες απαντήσεις.

Επαναλαμβάνω, ο Πάπας δεν έρχεται στην Ελλάδα για να κάνουμε διάλογο θεολογικό. Δεν έρχεται στην Ελλάδα, για να μας ρωτήσει τι πιστεύουμε ή εμείς να τον ρωτήσουμε τι αυτός πιστεύει. Αυτά τα ξέρουμε πολύ καλά.

Και γι' αυτό το λόγο υπάρχει εν εξελίξει θεολογικός διάλογος, ο οποίος γίνεται ανάμεσα στις δύο Εκκλησίες μας, την Ορθόδοξη Εκκλησία και όταν λέω ορθόδοξη Εκκλησία, εννοώ όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες που υπάρχουν στον κόσμο, μία από τις οποίες είναι και η δική μας Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος αφ' ενός και αφ' ετέρου με εκπροσώπους της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.

Σας ερωτώ, αδελφοί μου. 'Οταν υπάρχει αυτός ο διάλογος και συζητούμε τα θεολογικά θέματα, τα οποία είναι αυτά στα οποία διαφωνούμε, είναι λογικό το επιχείρημα ότι δεν δεχόμαστε να έρθει ο Πάπας στην Ελλάδα, διότι έχουμε διαφορές θεολογικές μαζί του;

Και ποιος είπε ότι αυτές τις διαφορές εμείς τις εγκαταλείπουμε; Αλλά και από την άλλη μεριά, εμείς δεν είμαστε αυτοί που στεκόμαστε μαζί με τους ρωμαιοκαθολικούς στο ίδιο τραπέζι και κάνουμε θεολογικό διάλογο; Πώς αυτά τα δύο αντίθετα πράγματα μπορούν να συνδυασθούν;

Από την άλλη λέγουν οι άνθρωποι οι οποίοι αντιδρούν: "Μα, δεν θυμάστε τι μας έχει κάνει ο Πάπας; Δεν θυμάστε το τι γράφει η ιστορία για τα δεινά τα οποία επάθαμε από τους ρωμαιοκαθολικούς και στο Βυζάντιο και στην τουρκοκρατία και αργότερα μερικοί-μερικοί λένε και στο 1922 ακόμα, με την καταστροφή την μικρασιατική και τη Σμύρνη" ;

Και εμείς απαντούμε: Και ποιος είπε ότι τα ξεχνάμε αυτά; Αλλά αν επρόκειτο αυτή την ιστορική μνήμη να την έχουμε συνεχώς μπροστά μας για να μας εμποδίζει να βλέπουμε τους εχθρούς μας, τότε δεν θα έπρεπε Τούρκος να πατάει στην Ελλάδα. Ετσι δεν είναι;

Θα μπορούσε ένας Τούρκος υπουργός π.χ. να έρθει στην Ελλάδα και να κάνει συνεννοήσεις με την κυβέρνηση, όταν η κυβέρνηση θα του έλεγε, ξεχνάτε τι μας κάνατε μέχρι το 1821; Και αν τα ξεχνάτε εσείς, δεν τα ξεχνάμε εμείς. Με βάση αυτά θα καθορίσουμε τη στάση μας;

Βεβαίως και δεν ξεχνάμε και το έχει πει η Ιερά Σύνοδος. Η ιστορική μνήμη παραμένει εναργής εις τον τόπο αυτό, που σημαίνει δεν ξεχνούμε το παρελθόν, αλλά και δεν επιτρέπεται με βάση το παρελθόν να κανονίζουμε τη σημερινή μας στάση. Ποιος θα μας δικαιώσει και ποιος θα πει ότι καλά κάνουμε, ιδίως από τους έξω που είναι στην Ευρώπη και μας κοιτάνε με το κανοκιάλι για να βρουν κάτι να επιρρίψουν ευθύνες επάνω μας.

Ποιος θα πει ότι εμείς δεν είμαστε μισαλλόδοξοι, φανατικοί, οι ορθόδοξοι, οι οποίοι έχουμε υψώσει τείχη και δεν θέλουμε να βλέπουμε κανέναν από εκείνους οι οποίοι κάποτε μας έκαναν κακό;

Δεν το αρνούμεθα αυτό. Το λέγω αυτό προς εκείνους οι οποίοι δυσανασχετούν και αντιδρούν και θέλουν να παρασύρουν στον φανατισμό πολλούς από τους ανθρώπους της πίστεώς μας. Επαναλαμβάνω, είναι παιδιά της Εκκλησίας μας, προς τα οποία εμείς θέλουμε να δείξουμε ότι κατανοούμε τις αντιδράσεις τους, αλλά δεν πρέπει να υπάρξουν αντιδράσεις.

Δεν πρέπει να γίνουν μέσα στους δρόμους συγκεντρώσεις δια- μαρτυρίας, γιατί αυτά όλα θα φανούν στο διεθνή Τύπο, θα φανούν στα διεθνή τηλεοπτικά δίκτυα και θα πουν ότι η Ελλάδα είναι ένα κράτος μέσα στο οποίο οι ορθόδοξοι είναι φανατικοί, οι ορθόδοξοι είναι μισαλλόδοξοι, οι ορθόδοξοι φοβούνται να έρθουν εις επαφή και εις επικοινωνία με τους αλλοδόξους.

Κανένας από τους Αγίους Πατέρες μας δεν φοβήθηκε ποτέ να συναντήσει τους ετεροδόξους. Και αυτός ο μεγάλος πρόμαχος της Ορθοδοξίας που είναι ο Αγιος Μάρκος, Επίσκοπος Εφέσου, ο Ευγενικός, τον οποίο έχουν σημαία όλοι αυτοί οι οποίοι αντιδρούν σήμερα, αυτός δεν αρνήθηκε να συμμετάσχει σε μία επιτροπή, η οποία το 1439 επήγε στη Φεράρα-Φλωρεντία, για να συναντήσει τους παπικούς και να κάνει διάλογο θεολογικό μαζί τους. Δεν αρνήθηκε το διάλογο, δεν αρνήθηκε την επαφή.

Η επίσκεψη του Πάπα εδώ, είναι καθαρά θέμα εθιμοτυπίας. Εμείς δε ως Εκκλησία, καταστήσαμε σαφές στους παπικούς αντιπροσώπους, ότι δεν είμαστε διατεθειμένοι με την ευκαιρία που έρχεται εδώ ο Πάπας, να παραβλέψουμε ούτε ένα από τα δόγματά μας, ούτε μία από τις παρα- δόσεις μας.

Γι' αυτό και θέσαμε ως όρο, ότι δεν θα συμμετάσχουμε σε καμία ευκαιρία συμπροσευχής, γιατί αυτό το απαγορεύουν οι ιεροί κανόνες της Εκκλησίας μας. Είπαμε ότι θα πούμε όλη την αλήθεια στον Πάπα, στις ομιλίες που θα κάνει ο Αρχιεπίσκοπος και θα έχει την παρρησία και την τόλμη, να πει μερικές αλήθειες, τις οποίες άλλοι δεν τολμούν να τις πουν.

Και ερωτώ, δεν είναι κέρδος αυτό για μας; Και εν πάση περιπτώσει, εμείς οι ορθόδοξοι, δεν έχουμε αυτοσυνειδησία; Δεν πιστεύουμε σωστά σ' αυτά που πιστεύουμε; Είμαστε τόσο φοβισμένοι, ώστε να είμαστε απομονωμένοι από όλο τον κόσμο και να στρεφόμαστε με καχυποψία απέναντι των άλλων;

Δεν μας συνιστά, αδελφοί μου, αυτό το πνεύμα. Και εγώ ο οποίος μάχομαι υπέρ της πίστεως και των παραδόσεών μας, και το ξέρετε πολύ καλά αυτό, ότι έχω βάλει μπροστά τον εαυτό μου και δέχομαι τα βέλη των επικρίσεων και τις ύβρεις ακόμα και τις συκοφαντίες ακόμα, από μέρους εκείνων οι οποίοι θα ήθελαν μια Εκκλησία με το κεφάλι σκυμμένο, χωρίς γλώσσα και χωρίς παρρησία, και το ξέρετε αυτό 3 χρόνια τώρα που είμαι Αρχιεπίσκοπος, εγώ είμαι εκείνος ο οποίος είπα ότι πρέπει να έρθει ο Πάπας. Οχι διότι εμείς τον προσκαλούμε. Αλλοι τον προσκάλεσαν, μας έφεραν προ τετελεσμένων. Και ήταν δίκαιο να σηκώσουμε εμείς το βάρος μιας κατακραυγής διεθνούς, η οποία δεν θα περιοριζόταν μόνο στο πρόσωπο του Χριστοδούλου ή έστω στο πρόσωπο της Εκκλησίας;

Θα διέσυρε το έθνος μας ολόκληρο και τους Έλληνες και το γένος μας και θα μας ενεφάνιζε σαν ένα λαό, ο οποίος δεν αγαπάμε τον συνάνθρωπό μας, ο οποίος δεν θέλει να κάνει διάλογο με κανέναν και ο οποίος βλέπει όπως βλέπουν οι Χομεϊνίδες και οι Μουλάδες αυτούς οι οποίοι δεν ανήκουν στην οικογένειά τους.

Αυτή την εικόνα έπρεπε να δώσουμε προς τα έξω; Νομίζω ότι ο κάθε λογικός άνθρωπος, θα σκεφτεί σωστά, Το θέμα της επισκέψεως του Πάπα είναι καθαρά θέμα εθιμοτυπικό. Θα έρθει, θα προσκυνήσει και θα φύγει.

Εμείς σαν Εκκλησία της Ελλάδος έχουμε περιορίσει εις το ελάχιστο την παρουσία μας και τη συμμετοχή μας. Μόνο εκεί που επιβάλλει το πρωτόκολλο και τίποτα άλλο. Ούτε συλλειτουργίες, ούτε συμπροσευχές, ούτε τίποτε άλλο πρόκειται να γίνει. Διαβεβαιώ περί των πραγμάτων αυτών και όλους εκείνους, οι οποίοι ανησυχούν, αγωνιούν, αντιδρούν και είναι έτοιμοι να κατέβουν ενδεχομένως εις τους δρόμους.

Και θέλω να τους παρακαλέσω όλους απ' αυτή τη θέση, να μη το κάνουν αυτό, πρώτον μεν διότι δεν κινδυνεύει η πίστη μας, δεν κάνουμε συζήτηση για να εγκαταλείψουμε κάτι απ' αυτά που πιστεύουμε. Και δεύτερον, γιατί έτσι θα διασυρθούμε και θα γίνουμε καταγέλαστοι εις ολόκληρο τον κόσμο, ενώ πρέπει να είμαστε, όπως και είμαστε, λαός πολιτισμένος, λαός ευγενικός, λαός ο οποίος δεν φοβάται να πει καλημέρα και εις αυτόν ακόμα τον εχθρό του. Αυτή είναι η παράδοσή μας.

Σας τα είπα όλα αυτά, γιατί μίλησα προηγουμένως για την πίστη μας. Γιατί μίλησα προηγουμένως για την Παναγία μας. Και θέλω να επικαλεστώ την χάρη της Παναγίας μας της ευλογημένης, της υπερευλογη μένης, της προστάτιδος, της Υπερμάχου Στρατηγού του Γένους μας, της Μητέρας μας, η οποία μιλάει τόσο πολύ μέσα στις καρδιές μας, να επικαλεσθώ αυτή τη χάρη και να πω:

"Κυρία Θεοτόκε, Υπέρμαχε του Γένους μας Στρατηγέ, εκ παντοίων με κινδύνων ελευθέρωσον. Σώσε μας από κάθε κίνδυνο, ο οποίος υπάρχει πάνω από τα κεφάλια μας. Αλλά μη φτιάχνουμε κινδύνους που δεν υπάρχουν και μην οδηγούμεθα σε φανατισμούς που μας εκθέτουν" .

Ακούσατε, παρακαλώ, τόν Αρχιεπίσκοπό σας. Είναι υπεύθυνος ανθρωπος και αυτά που κάμει τά κάμει, γιατί θέλει να δοξάσει την Ορθοδοξία και όχι να σύρει τον λαό προς τα πίσω και να εκθέσει το έθνος, το κράτος, τον λαό και την Εκκλησία.

Προηγούμενη σελίδα


 
«Κράτα γερά μέσα σου τα ζώπυρα της πίστεως που παρέλαβες από τους γονείς σου. Η Ελλάδα είναι η χώρα των μεγάλων αγώνων για την κατίσχυση των μεγάλων ιδανικών. Μην αφήσεις τη χώρα σου να χάσει το χαρακτήρα της και να μετατραπεί σε μάζα ανθρώπων, χωρίς συνείδηση, χωρίς εθνικότητα και χωρίς ταυτότητα. Μέσα σ' αυτή τη μάζα κινδυνεύεις να γίνεις ένα νούμερο, ένας αριθμός, να χάσεις την ελευθερία της προσωπικότητάς σου. Αδελφοί, μείνατε εδραίοι και αμετακίνητοι σε όσα μάθατε και σε όσα επιστώθητε. Μείνατε σταθεροί στην πίστη και στα ιδανικά του Γένους. Αυτό είναι το χρέος μας.»