Εκκλησία της Ελλάδος Μυριόβιβλος - Βιβλιοθήκη Επικοινωνία



Περιεχόμενα

ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ





Προηγούμενη σελίδα
Ομιλία στα Καλάβρυτα, 4 Αυγούστου 2001

«Πόνος Πατρίδος»

( 1-7-2001 )

Δεν είναι η πρώτη φορά που επισκέπτομαι την ευλογημένη πόλη σας. Είναι όμως η πρώτη φορά που έρχομαι να μιλήσω σε όλους τους Καλαβρυτινούς - και σε όσους προκόβουν εδώ, και σε όσους ο μόχθος και η επιτυχία στην ξένη δεν ενίκησε τον νόστο της προγονικής εστίας.

Δίκιο λοιπόν είναι να αρχίσω με ένα καλωσόρισμα προς τους ξενητεμένους μας: σας υποδεχόμαστε εδώ όλοι, με ανοιχτή αγκαλιά, γεμάτοι αγάπη και υπερηφάνεια για σας! Επιτρέψτε μου μάλιστα να προσθέσω ότι από το γιορτινό προσκλητήριο υποδοχής σας, δεν λείπουν οι πρόγονοί σας. Οι ψυχές των είναι και αυτές εδώ, μαζί μας, αθάνατες, γεμάτες καμάρι για όλους σας.

Οι πρόγονοί σας πάλαιψαν με νύχια και δόντια όχι μόνο να σας αναθρέψουν, όχι μόνο να σας προσφέρουν μια μπουκιά ψωμί, αλλά και να σας χαρίσουν τη λευτεριά, αυτήν που μας επιτρέπει να είμαστε σήμερα μαζί, συμμεριζόμενοι τη χαρά μας με τα αγαπητά μας πρόσωπα.

Τη λαχτάρα τους για τη λευτεριά, είναι πρέπον να την τιμήσουμε όπως αρμόζει στις ψυχές των γενναίων: να σταθούμε μπροστά τους όρθιοι, βεβαιώνοντάς τες με ενός λεπτού σιγή, ότι οι θυσίες τους ζουν μέσα στα στήθη μας, και τα μάτια μας βουρκώνουν στη μνήμη τους.

Ο Κύριος με αξίωσε να αρχίσω τις ομιλίες μου για το ’21 στα Ψαρρά, στην ιδιαίτερη πατρίδα του Κανάρη. Στην εισαγωγική εκείνη ομιλία έθεσα το θέμα των ιδιαίτερων ευθυνών που έχουμε όλοι, όσο δεχόμαστε παθητικά, και συχνά με παράλογα εύθυμη διάθεση, το διασυρμό του ’21 και της αφοσίωσης στην πατρίδα. Μιλώντας σήμερα σε σας, παιδιά ηρώων και στο ’21 και στην πρόσφατη Κατοχή, θα ήθελα να προχωρήσω ένα βήμα, να θέσω το ερώτημα: πως φτάσαμε στο σημείο και η λαχτάρα για την πατρίδα αντιμετωπίζεται σαν αρρώστεια, σαν ψώρα, που κάθε σύγχρονος άνθρωπος πρέπει να μένει μακριά της.

Ασφαλώς, κι όσοι μένετε εδώ, κι όσοι ζήτε πιά σε άλλα χώματα, έχετε όλοι επίγνωση αυτής της κατάντιας: η αφοσίωση στην πατρίδα ονομάζεται εθνικισμός, ο σεβασμός προς το ήθος και τη γενναιότητα αυτών που μας ανάστησαν χαρακτηρίζεται φασισμός, η τιμή προς την ιστορία μας αποκαλείται ρατσισμός.

Θα ήταν εύκολο να καταδικάσουμε αυτή την ανεπίτρεπτη κατάσταση, και να πάμε σπίτια μας αισθανόμενοι πως κάναμε ό,τι μπορούσαμε καταδικάζοντας φραστικά και κουνώντας το κεφάλι. Θα ήταν επίσης εύκολο να ρίξουμε την ευθύνη για την κατάσταση σε άλλους – στην πολιτική ή πνευματική ηγεσία, ή σε καταχθόνιες δυνάμεις. Όμως, δεν αρμόζουν ούτε στο επίπεδό σας, ούτε στη μνήμη των προγόνων σας αυτές οι δικαιολογίες. Το ζητούμενο δεν είναι να αποποιηθούμε ευθύνες, δεν είναι να αυτοανακηρυχθούμε αναμάρτητοι. Το λιγώτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να δούμε με την πρέπουσα σοβαρότητα τις αιτίες του κακού, ώστε να βρούμε τι λοιπόν πρέπει να φροντίσουμε.

και πρώτ’ απ’ όλα, πρέπει να παραδεχθούμε ότι πράγματι, έχουμε πελώριες ευθύνες διότι δεν αντιταχθήκαμε σε αυτούς που έβαλαν το αίμα των προγόνων μας στην υπηρεσία μιας πολιτικής ιδεολογίας, του εθνικισμού.

Πολλοί από εμάς, τους με όποιο τρόπο μέλη της ηγεσίας του τόπου από τη γέννηση του νεοελληνικού κράτους ως τις μέρες μας, κωφεύσαμε όταν δεν έπρεπε, κι αφήσαμε την πατρίδα να γίνει πλακάτ και λάβαρο στην υπηρεσία πολιτικών αντιπαραθέσεων. Δεν υπήρχε πάντοτε κακή πρόθεση· συχνά, ηγεσία και λαός, παρασυρθήκαμε από τη μύχια ανάγκη μας να δούμε την αγάπη προς την πατρίδα να γίνεται ήλιος που θα μας φλογίζει όλους. Δεν είχαμε τη δεύτερη σκέψη, δεν την ακούγαμε που μας έλεγε πόσο επικίνδυνη είναι η σύνδεση των ιερών και οσίων του Γένους με τις πολιτικές σκοπιμότητες και τους αναπόφευκτους κλυδωνισμούς των.

Πολλές φορές στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους, λαός και η ηγεσία τρέξαμε να χειροκροτήσουμε εθνικιστές, έχοντας την εντύπωση πως αυτό επιβάλλει η αγάπη μας προς την πατρίδα. Δεν είχαμε όλοι τη φρόνηση να δούμε τη διαφορά ανάμεσα στον εθνικισμό και τον πατριωτισμό, δεν μπορέσαμε πάντοτε να καταλάβουμε ότι ο ένας είναι πολιτική αντίληψη, ενώ ο άλλος είναι η φωνή του Γένους. Δεν είχαμε το καθαρό μάτι να δούμε ότι οι πρόγονοί μας, αυτοί που σηκώσαν τα όπλα και στα Καλάβρυτα και στη Μάνη και στα Ψαρρά και στο Μεσολόγγι και σ’ όλη την Ελλάδα, δεν υποκινούνταν από μιαν ιδεολογία αλλά κατευθύνονταν από την πίστη στον Θεό και την πατρίδα. Ήθελαν λευτεριά, και η λευτεριά δεν είναι ιδεολογία, είναι ανάσα.

Το πρώτο λοιπόν συμπέρασμα είναι ότι δεν πρέπει να κάνουμε άλλη φορά το ίδιο αμάρτημα. Πρέπει να αφήνουμε την πίστη και τον πατριωτισμό, των προγόνων μας και τον δικό μας, στην ιερή κιβωτό της ψυχής μας. Είναι μια πύρινη ρομφαία που την πήραν στα άξια χέρια τους οι επόμενοι γενναίοι μάρτυρες, ο Τέλος Άγρας κι ο Παύλος Μελάς και οι άλλοι ήρωες του Μακεδονικού αγώνα· που την κράτησαν οι γονείς μας στην Πίνδο, και στα Καλάβρυτα της θυσίας, και στο Δίστομο κι αλλού· είναι λιβάνι που καίει μέσα στην ψυχή του Γένους, κι όχι τσιγάρο στα χέρια περιστασιακών ιδεολογιών.

Οι πρόγονοί μας μαζεύτηκαν γύρω από τον παπά και τον οπλαρχηγό πολεμώντας από αγάπη για την πατρίδα, για τη γυναίκα τους και τα παιδιά τους.

Ας θυμηθούμε τον Νικηταρά. Όταν συνέτριψε μαζί με τον Κολοκοτρώνη τη στρατιά του Δράμαλη στα Δερβενάκια, είδε πως τα λάφυρα ήταν πολλά. Τα συγκέντρωσαν στην Τρίπολη. Ο Νικηταράς δεν πήγε εκεί, γιατί δεν ήθελε να νομίσει κανείς ότι διεκδικεί κάτι από αυτά. Τέλος, δέχθηκε έπειτα από την πίεση όλων, να πάρει τρία δώρα: μιά σέλα, ένα πολύτιμο ξίφος, και μια ξύλινη ταμπακέρα. Ο Νικηταράς, χάρισε αμέσως τη σέλα σ’ ένα παλικάρι, κι έστειλε το σπαθί στην Ύδρα, να το πουλήσουν και να διαθέσουν τα χρήματα στον αγώνα του ναυτικού. Μα οι Υδραίοι του το επέστρεψαν με μια συγκινητική επιστολή, όπου του έγραφαν ότι «το σπαθί ετούτο, έχει αξία μόνο αν το κρατάει το χέρι του Νικηταρά. Μη του το αφαιρέσεις λοιπόν!» Κι η ευλογημένη αυτή ψυχή, έστειλε την ταμπακιέρα στη γυναίκα του, με τούτη την αφιέρωση: «Τη στέλνω σε σένα που αγαπώ πιό πολύ απ’ όλα, ύστερα από την πατρίδα».

Πάλαιψαν για της πατρίδας την ελευθερία, πάλαιψαν γιατί ήθελαν να αναθρέψουν τα παιδιά τους χωρίς να τα ποτίζουν με το μαύρο γάλα του φόβου μπροστά σε τύραννο. Τίποτε δεν το φανερώνει αυτό τόσο καθαρά όσο η στάση των αγωνιστών στο Μεσολόγγι. Στην αρχή έστειλαν όσες γυναίκες μπορούσαν στη Ζάκυνθο απέναντι, για να γλυτώσουν. Εκείνες όμως προσπαθούσαν και ζητιανεύοντας ακόμα, να μαζέψουν πράγματα χρήσιμα στους άντρες τους: λεφτά για βόλια και πανιά για τους τραυματίες. Και γράφει ο αληθώς έξοχος Διονύσιος Σολωμός:

«Και εσυνέβηκε αυτές τις μέρες όπου οι Τούρκοι επολιορκούσαν το Μεσολόγγι, και συχνά ολημερίς και κάποτε ολονυχτίς έτρεμε η Ζάκυνθο από το κανόνισμα το πολύ.

Και κάποιες γυναίκες Μεσολογγίτισες επερπατούσαν τριγύρω γυρεύοντας για τους άνδρες τους, για τ’ αδέρφια τους, για τα παιδιά τους που επολεμούσανε.

Και στην αρχή εντρεπόντανε να βγούνε, και περιμένανε το σκοτάδι για ν’ απλώσουν το χέρι, επειδή δεν ήταν μαθημένες.

Αλλά όταν επερισσέψανε οι χρείες, εχάσανε την εντροπή, εβγαίνανε ολημερνίς.

Κι όταν εκουραζόντανε, εκαθόντανε στ’ ακρογιάλι και συχνά εσηκώνανε το κεφάλι κι ακούανε, γιατί εφοβόντανε μη πέσει το Μεσολόγγι.

Και λαβαίνανε χρήματα και πανιά για τους λαβωμένους.

Και δεν τους έλεγε κανείς το όχι, γιατί οι ρώτησες των γυναικών ήταν τις περισσότερες φορές συντροφευμένες από τις κανονιές του Μεσολογγιού, και η γη έτρεμε κάτω από τα πόδια μας.

Και οι πλέον πάμπτωχοι εβγάνανε τ’ οβολάκι τους και το δίνανε και κάνανε το σταυρό τους κοιτάζοντας κατά το Μεσολόγγι και κλαίοντας».

Επιτρέψτε μου να επιμείνω σ’ αυτό το σημείο, στο ρόλο της οικογένειας. Το περιστατικό που θα σας θυμίσω έγινε πάλι στο Μεσολόγγι, αλλά γνωρίζουμε πολύ καλά ότι δεν έγινε μόνον εκεί: κι εδώ στα Καλάβρυτα, και στη Ρούμελη, και στη Χίο, και σε πολλά ακόμη μέρη συνέβησαν τέτοια περιστατικά.

Συγκεντρώθηκαν γύρω από τον Επίσκοπο Ρωγών Ιωσήφ όλοι οι οπλαρχηγοί και οι πρόκριτοι, στο προαύλιο του ναίσκου της Αγίας Παρασκευής. Εκεί αποφάσισαν την Έξοδο. Με ανεκλάλητη χαρά την υποδέχθηκαν και οι γυναίκες, όσες είχαν μείνει εκεί και δεν είχαν πάει στη Ζάκυνθο. Αλλά έπεσε συλλογισμός: οι γυναίκες και τα μικρά παιδιά θα οδηγούσαν όλους τους αγωνιστές στο χαμό, γιατί δεν θα φρόντιζαν να διαφύγουν σκοτώνοντας Τούρκους, αλλά θα νοιάζονταν για τα γυναικόπαιδα. Ακούγοντάς το, κάποιες άμοιρες μητέρες αγκάλιασαν τα βρέφη τους κι έπεσαν αμέσως στα πηγάδια, για να αφήσουν στους άνδρες και στα μεγάλα παιδιά τους το περιθώριο να γλυτώσουν. Ένας πρότεινε να θανατωθούν όλα τα γυναικόπαιδα, ώστε να μη πέσουν στα χέρια των Τούρκων κι ατιμαστούν, και καταλήξουν στα σκλαβοπάζαρα.

Παρενέβη τότε ο Επίσκοπος Ιωσήφ, και υψώνοντας το Σταυρό που κρεμόταν στο στήθος του, είπε τούτα τα θεόπνευστα λόγια:

«Τα παιδιά σας και οι γυναίκες σας ανήκουν στον Θεό, κι Εκείνος θα φροντίσει για τη μοίρα τους. Εν ονόματι της Αγίας Τριάδος! Είμαι Αρχιερεύς! Αν τολμήσετε να πράξετε τούτο, πρώτον θυσιάστε εμένα! Αν αγγίξετε τα γυναικόπαιδα, σας αφήνω την κατάρα του Θεού και της Παναγίας και όλων των Αγίων!»

Τα γυναικόπαιδα, δεν απειλήθηκαν από έλλειψη αγάπης – το εντελώς αντίθετο: κινδύνεψαν από τη μεγάλη αγάπη των πατέρων και των μεγάλων αδελφών, που δεν τολμούσαν να φανταστούν ότι οι αγαπημένοι τους θα πέφταν στα χέρια των Αγαρηνών. Αυτός ο μεγάλος φόβος κλόνισε για μια στιγμή την πίστη τους στον Θεό, και αυτό ήταν το έργο του Επισκόπου: τους έδωσε πίσω την πίστη, φέρνοντας μπρος στα μάτια τους τα όρια της ανθρώπινης πράξης.

Τα γυναικόπαιδα, η οικογένεια: αυτή είναι η λέξη-κλειδί για να κατανοήσουμε τη δική μας ανημπόρια μπροστά στο θαύμα του ΄21. Και αυτό είναι το σημείο στο οποίο θέλω να σκύψουμε με προσοχή.

Μας φαίνονται παχιά λόγια η αναφορά στούς προγόνους μας, μας φαίνονται ξεπερασμένη ιστορία, και θα προτιμούσαμε να βρούμε πρότυπα πιό κοντινά στη σημερινή ζωή.

Πως έγινε κι αφήσαμε να απομακρυνθούμε από το ήθος αυτών που μας ανάστησαν; Πως μπορέσαμε και νομίσαμε πρόοδο την απομάκρυνσή μας;

Δεν ξεπέσαμε, δεν είμαστε κακοί κι ανάξιοι – είναι πολλά τα σπουδαία που γίνονται και σήμερα, από ανθρώπους καθημερινούς. Οι περισσότεροι από σας κρύβουν στιγμές σπουδαίες, κρύβουν ώρες που ζυγίζουν βαρειά στον ζυγό της θείας δικαιοσύνης. Περισσότερο από τους πολιτικούς, το γνωρίζει αυτό ο παπάς, ο γλυκύς εξομολόγος του ταπεινού ανθρώπου. Μη βλασφημούμε το γένος μας λέγοντας ότι πάει, χάθηκε. Δεν χάθηκε τίποτε: εμείς οι ιερείς μπορούμε να βεβαιώσουμε ότι ο Έλληνας ζει, το Γένος μας έχει ακόμη τώρα να φανερώσει ψυχές – θησαυρούς, ανθρώπους άξιους και σεμνούς.

Αυτό που πράγματι έχει συμβεί, και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό, είναι ότι καταστράφηκε το σχολείο της συνείδησης, η οικογένεια. Μεγαλώνοντας μέσα στην αγκαλιά της, μάθαινε ο Έλληνας να δοξάζει τον Θεό, να στηρίζεται όχι στο άτομό του αλλά στη θεία δύναμη. Μέσα στη θαλπωρή της οικογένειας μαθαίνουμε επί αιώνες την αγάπη για τη γή που μεγαλώσαμε παιδιά, εκεί διδασκόμαστε να τιμούμε τους προγόνους, εκεί βιώνουμε καθημερινά την φροντίδα και την αγάπη του πατέρα και της μάνας μας.

Πως μπορεί να υπάρξει πίστη στη δύναμη του Θεού, πως να υπάρξει πόνος πατρίδος, όταν η οικογένεια είναι διαλυμένη, όταν δεν υπάρχει πιά το τραπέζι που συγκεντρωνόμαστε να φάμε ό,τι φέρνει ο μόχθος των γονιών μας, ευχαριστώντας τον Θεό; Εκεί, στο τραπέζι και γύρω από αυτό, μαθαίνουμε, αιώνες τώρα, ποιοί είναι οι ξένοι και ποιοί οι δικοί μας, μαθαίνουμε να ζούμε μαζί συμμεριζόμενοι τις πίκρες και τις αγωνίες, τις ελπίδες και τις χαρές μας. Από κει φεύγαμε και πηγαίναμε στο κρεββάτι μας, ένα κρεββάτι όχι σπουδαίο, αλλά στρωμένο από τα χέρια της μάνας μας.

Σας φαίνονται αυτά μια αδικαιολόγητη νοσταλγία; Δεν είναι νοσταλγία, είναι προειδοποίηση. Δεν είναι ευχή να γυρίσουμε στο παρελθόν, είναι πρόβλεψη για να γνωρίζετε που θα παιχτεί το μέλλον μας.

Όσο δεν αντιστεκόμαστε στις μόδες και τις παράλογες απαιτήσεις των καιρών που θέλουν τη διάλυση της οικογένειας, τόσο τα παιδιά μας θα βγαίνουν ξένα προς τους ίδιους τους γονείς τους, αδιάφορα για τις ρίζες τους, αδύναμα να παλαίψουν στη ζωή,ανίσχυρα στα χέρια των δυνάμεων που τα μετατρέπουν σε σκύβαλα.

Τη δύναμη των προγόνων μας, το ανυπέρβλητο ήθος τους, δεν τόδιναν οι φουστανέλες και τα τσαπράζια. Το ΄δινε η οικογένεια. Αυτή που σήμερα πάει να διαλυθεί, μια και κάθε γονιός θέλει νάχει τη δική του ζωή, και κάθε παιδί το διδάσκουν να κρατάει τους γονείς του μακριά από «τις υποθέσεις του», το διδάσκουν την απομόνωση, τη μοναξιά.

Βλέπουμε με φρίκη το κάθε παιδί, όσο μικρό και νάναι, να τρώει μόνο του ό,τι θέλει, όποια ώρα θέλει, μέσα ή έξω από το σπίτι. Βλέπουμε να το μαθαίνουν να μη λέει μητέρα ή πατέρα, παρά να μιλάει στους γονείς του με τα μικρά ονόματά τους, και κάποτε με παρατσούκλια. Το βλέπουμε να μεγαλώνει με παρέα την τηλεόραση, να αποκτά συνήθειες και αρχές που ρίχνει στο μυαλό του η διαφήμιση, κι όχι η ζωή στο σπίτι. Και μόλις μεγαλώσει, το βλέπουμε να αναζητά τα στηρίγματά του στο δρόμο, κι όχι στη φαμίλια του.

Παρακαλώ να καταλάβουμε ότι αυτή η ανεπίτρεπτη ατμόσφαιρα, αυτή η αρρώστεια, μας υποχρεώνει να βλέπουμε το ΄21 σαν μιαν αντάρα, χωρίς νόημα για μας σήμερα. Αυτή μας αναγκάζει να βλέπουμε τον πατριωτισμό σαν μούχλα. Αυτή μας αφαιρεί την ικανότητα να ρουφάμε ζωογόνο νερό από τις ρίζες μας και να τις βλέπουμε σαν άχρηστες φωτογραφίες σε παλιό σεντούκι.

Είναι δικό μας καθήκον ν’ αντισταθούμε στην διάλυση της οικογένειας, είναι δική μας ευθύνη να κρατήσουμε καθαρή την ατμόσφαιρά της, να διασώσουμε το σπιτικό – αυτό το άδικα υποτιμημένο λίκνο της ανθρωπιάς μας, της ψυχής του Γένους μας.

Όσοι λοιπόν ακόμα νοιαζόμαστε να αναθρέφουμε σωστούς ανθρώπους, όσοι νοιαζόμαστε για την πίστη και την πατρίδα, πρέπει την οικογένεια να ενδυναμώσουμε, κι όχι ν’ ακολουθήσουμε μιαν ιδεολογία.

Εύχομαι σ’ όλους εσάς σήμερα να κρατήσετε την οικογένειά σας ζωντανή, κεφαλόβρυσο του Γένους μας, και να μεταδώσετε στα παιδιά σας τη διδαχή που τόσον εύγλωττα διδάσκει ο Σεφέρης:

«Για μας ήταν άλλο πράγμα ο πόλεμος για την πίστη του Χριστού,

και για την ψυχή του ανθρώπου καθισμένη στα γόνατα της Υπερμάχου Στρατηγού,

που είχε στα μάτια της ψηφιδωτό τον καημό της Ρωμιοσύνης».

Προηγούμενη σελίδα


 
«Κράτα γερά μέσα σου τα ζώπυρα της πίστεως που παρέλαβες από τους γονείς σου. Η Ελλάδα είναι η χώρα των μεγάλων αγώνων για την κατίσχυση των μεγάλων ιδανικών. Μην αφήσεις τη χώρα σου να χάσει το χαρακτήρα της και να μετατραπεί σε μάζα ανθρώπων, χωρίς συνείδηση, χωρίς εθνικότητα και χωρίς ταυτότητα. Μέσα σ' αυτή τη μάζα κινδυνεύεις να γίνεις ένα νούμερο, ένας αριθμός, να χάσεις την ελευθερία της προσωπικότητάς σου. Αδελφοί, μείνατε εδραίοι και αμετακίνητοι σε όσα μάθατε και σε όσα επιστώθητε. Μείνατε σταθεροί στην πίστη και στα ιδανικά του Γένους. Αυτό είναι το χρέος μας.»