|
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ ΙΕΡΟΨΑΛΤΟΥ
Β'. Ο Τρόπος της Ψαλμωδίας
ζ) Ειδικά τινα αξιοπρόσεκτα σημεία
Περαίνοντες το κεφάλαιον τούτο περί του τρόπου της ψαλμωδίας εντός του ορθοδόξου ναού, κρίνομεν απαραίτητον να σημειώσωμεν ολίγα τινά και επί ωρισμένων σημείων της Θείας Λειτουργίας εις τα οποία ενδείκνυται μείζων προσοχή εκ μέρους του ιεροψάλτου. Άμα τη ενάρξει της Θ.Λειτουργίας και μεθ' εκάστην δέησιν των «Ειρηνικών» ο λαός διά του ψάλτου αναφωνεί «Κύριε, ελέησον» Η φράσις αύτη ενέχει ικεσίαν και θερμήν προς τον Κύριον παράκλησιν όπως γίνη ίλεως έναντι των αμαρτιών ημών αφ' ενός, και εκπληρώση το προηγηθέν αίτημα της χριστιανικής κοινότητος αφ' ετέρου.Επομένως δεν πρέπει να ψάλλεται κατά τρόπον αγέρωχον και αθεόφοβον τούτο. Κατά τρόπον εγγίζοντα όχι την ικεσίαν αλλά...την απειλήν. Δεν ψάλλεται ιταμώς ως απαίτησις το «Κύριε ελέησον», όχι προπετώς ως δικαίωμα, αλλ' ηπίως και ταπεινοφρόνως ως δέησις και εκλιπάρησις της θείας μεγαλοσύνης και αγαθότητος. Πρέπει να ψάλλεται όχι ασυνειδήτως αλλ' ενσυνειδήτως, μετά προσοχής και συναισθήσεως του περιεχομένου αυτού. Δια τούτο και ενδείκνυται να αποφεύγωνται κατά το δυνατόν τα σχοινοτενή «Κύριε ελέησον» ή τα εις ρυθμόν εμβατηρίου αποδιδόμενα δια συνεχών επαναλήψεων των δύο τούτων λέξεων. Πάντα ταύτα δεν μαρτυρούν «πνεύμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην», εις ην ευαρεστείται ο Θεός. Εκ της καρδίας πρέπει να εξέρχεται το «Κύριε ελέησον», όχι απλώς εκ των χειλέων, Να είναι απαύγασμα του εσωτερικού μας. Να εκφράζη το πλήρωμα της ψυχής. Άλλως καθίσταται μία τυπική επίκλησις μηδεμίαν σχέσιν έχουσα με την ικεσίαν της ψυχής και την δέησιν της καρδίας. Τα αυτά ισχύουν και διά τα «Παράσχου Κύριε» και τα «Σοι Κύριε». Πάντα ταύτα είναι δεήσεις, και ως δεήσεις δέον να αποδίδονται και να εκτελώνται υπό του ιεροψάλτου. Εν βαθεία δηλονότι συναισθήσει του νοήματος αυτών και της δι' αυτών αιτουμένης θείας αντιλήψεως ή υποσχομένης ανθρωπίνης αφοσιώσεως.
Ο Τρισάγιος ύμνος έχει τόνον πανηγυρικόν. Αποτελεί έκφρασιν της μεγαλοσύνης του Θεού. Είναι ο ύμνος των Χερουβείμ προ του Θρόνου της δόξης του Θεού. Κατά συνέπειαν ανάλογος δέον να είναι και η απόδοσις του μέλους. Τον Τρισάγιον ψάλλει ο ιεροψάλτης θριαμβευτικός ως ωδήν επινίκιον προς τον μόνον αληθή Θεόν απευθυνόμενον. Αντιθέτως ο Χερουβικός ύμνος πρέπει να ψάλλεται ηπίως και μετά δέους και συστολής αναλόγου προς την ιερότητα της στιγμής. Αντεδείκνυνται φωνασκίαι και ισχυραί βοαί κατά την εκτέλεσιν του ύμνου τούτου. Εν το ναώ επικρατεί ατμόσφαιρα κατανύξεως, την οποίαν διαλύουν αι άτακτοι φωναί, ενώ το ήπιον μέλος δημιουργεί μίαν αληθή μυσταγωγίαν διευκολύνουσαν την ψυχικήν άνοδον. Επομένως εκτός τόπου και χρόνου ευρίσκονται όσοι εκμεταλλεύονται την θέσιν των και θεωρούντες την ώραν ταύτην ως μοναδικήν ευκαιρίαν προς επίδειξιν μουσικών γνώσεων, σπεύδουν να εκτελέσουν τον Χερουβικόν ύμνον κατά τρόπον πόρρω απέχοντα της μυσταγωγικής τελετουργίας και μη υποβοηθούντα τους πιστούς. Ενώ ο μνήμων των ευθυνών του και των καθηκόντων του ιεροψάλτης με σιγηλήν φωνήν, ηπίαν, κατανυκτικήν, σχεδόν ακουομένην θα ψάλη τον Χερουβικόν δίδων ούτω πολύτιμον ευκαιρίαν εις τους πιστούς να προσευχηθούν και να αισθανθούν σπάνια συναισθήματα θείας κοινωνίας.
Το «άξιον και δίκαιον» πρέπει να ψάλλεται ηπίως είς τρόπον ώστε να ακούηται ο τελετουργός ιερεύς αναγινώσκων χαμηλοφώνος τας υπερόχους ευχάς προ του φρικτού Θυσιαστηρίου. Άλλως ο λαός παρακολουθών το μέλος, δεν αντιλαμβάνεται της ευχής τα νοήματα και ακούων μετά ταύτα εκφώνως το «Τον επινίκιον ύμνον....» δεν αντιλαμβάνεται την συντακτικήν της φράσεως δομήν, διότι η εκφώνησις είναι η κατάληξις της προηγηθείσης ευχής. Το αυτό λεκτέον και προκειμένου περί του «άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαββαώθ».
Μεγίστη προσοχή δέον να καταβάλλεται κατά το «Σε υμνούμεν». Είναι η φοβερωτέρα στιγμή της Θ.Λειτουργίας. Με την επίκλησιν του Παναγίου Πνεύματος μετουσιούται ο άρτος και ο οίνος εις Σώμα και Αίμα Χριστού. Οι άγγελοι φρίσσουν προ του φρικτού Μυστηρίου. Ο ιερεύς γονυκλινής προ της αγ.Τραπέζης δέεται ίνα ο Θεός καταπέμψη το άγιον Πνεύμα. Και οι πιστοί εν συγκινήσει πολλή ζουν την μεγάλην ταύτην στιγμήν. Ο ιεροψάλτης το «Σε υμνούμεν» πρέπει να εκτελέση λίαν ηπίως, μόλις ακουόμενος. Ούτω δεν θα ταράξη την μυσταγωγικήν ατμόσφαιραν και δεν θα παρεμβάλη εμπόδια εις την μεταρσίωσιν των πνευμάτων. Ιεροψάλται τινές εν συνεννοήσει μετά του λειτουργού ιερέως δύνανται να εκτελούν συντόμως το μέλος, ώστε εις το υπόλοιπον του χρόνου διάστημα να ακούηται η ευχή και η δέησις του ιερέως, του λαού κλίνοντας γόνυ ψυχής και σώματος προς προσκύνησιν της Παναγίας Τριάδος. Γεγονός είναι ότι αμφότερα τα συστήματα καλώς και πρεπόντως εφαρμοζόμενα συντελούν, καθ' α γνωρίζομεν, εις την κοινωνίαν της Χάριτος.
Το «Άξιον εστιν» είναι ύμνος αφιερωμένος εις την Παρθένον Μαρίαν. Το ύφος του ύμνου είναι πανηγυρικόν και θριαμβευτικόν. Ανάλογος δέον να είναι και η απόδοσις του μέλους. Μεγαλύνομεν την Θεοτόκον μετά παιάνος ιερού διό και η υμνωδία εις τόνον επίσημον πρέπει να αποδίδη αυτόν τον ιερόν παιάνα. Ευτυχώς ότι οι μελωδοί της Εκκλησίας μας έχουν κληροδοτήσει εις ημάς διάφορα και ποικίλα μέλη «Άξιον εστίν» ανταποκρινόμενα εις τας πρόσθεν απαιτήσεις. Υπάρχει λοιπόν το υλικόν. Αρκεί να εκτελεσθή κατά τον πλέον κατάλληλον και επιβεβλημένον τρόπον.
Βεβαίως δεν κρίνομεν άσκοπον να υπομνήσωμεν και ενταύθα την ανάγκην όπως περί πάντων τούτων προηγήται συνεννόησις μεταξύ του Ιερέως και του ιεροψάλτου προς αποφυγήν τυχόν παρεξηγήσεων επί βλάβη της αγαστής αυτών συνεργασίας και της οικοδομής του πληρώματος.
Του λόγου δε ήδη ελθόντος επί την συνεργασίαν γενικώς μεταξύ ιερέως και ιεροψάλτου, καλόν θεωρούμεν να αφιερώσωμεν και ολίγας λέξεις δι’ αυτήν, διότι φρονούμεν ότι δια την αρτίαν και ωλοκληρωμένην προσφοράν της θείας Λατρείας ο παράγων «Ιεροψάλτης» δέον να ευρίσκεται εις στενήν επαφήν και συνεργασίαν με τον παράγοντα «ιερεύς». Η συνεργασία αυτή, ως εικός, δεν πρέπει να περιορίζηται μόνον εις θέματα τάξεως εν ταις Ακολουθίαις. Θα ήτο ευχής έργον εάν επεξετείνετο και εις την προσπάθειαν προς αποφυγήν δυσαρμονίας κατά την εναλλαγήν εκφωνήσεων και ψαλμάτων. Ατυχώς, επειδή εκ των ιερέων τινές είναι παντελώς άμοιροι μουσικής παιδεύσεως, στερούνται δε και του φυσικού δώρου της μουσικότητας, έρχονται εις φωνητικήν αντίθεσιν με τον ιεροψάλτην. Εις άλλον τόνον ψάλλει ούτος και εις άλλον ο ιερεύς ποιεί τας εκφωνήσεις. Εις τας περιπτώσεις ταύτας δημιουργείται δυσαρμονία, η οποία και εις τον ιεροψάλτην δημιουργεί προβλήματα αλλά και την Θ.Λατρείαν τραυματίζει. Εις τας περιπτώσεις ταύτας καλόν θα ήτο εάν ο ιεροψάλτης ανελάμβανε να προπαιδεύση κάπως τον ιερέα εις ζητήματα τόνων, ώστε ολίγον κατ' ολίγον να εκλείψη το κακόν. Ένας έμπειρος ιεροψάλτης ποθών την επικράτησιν της αρμονίας εν τη Λατρεία οπωσδήποτε πολλά δύναται να επιτύχη εις τον τομέα τούτον. Πάντως ως γενικήν τινα αρχήν δυναμένην να έχη εφαρμογήν εις ζητήματα τόνων, ημείς τουλάχιστον φρονούμεν ότι η πρωτοβουλία δέον να ανήκη εις τον ιεροψάλτην. Και ιδού διατί: ο ιερεύς κατά τας εκφωνήσεις κυμαίνεται μεταξύ δύο ή τριών το πολύ φθόγγων (φωνών). Αι εκφωνήσεις έχουσι την μορφήν εμμελούς απαγγελίας. Ως εκ τούτου και εις τυχόν χαμηλήν εάν κινηθή ο ιερεύς βάσιν δεν διατρέχει τον κίνδυνον να κατέλθη εις σημείον, το οποίον θα τον δυσκολεύση φωνητικώς, ή εάν κινηθή εις υψηλήν βάσιν ομοίως. Αντιθέτως προς ταύτα ο ιεροψάλτης ψάλλων κινείται τουλάχιστον εις μίαν πλήρη κλίμακα. Ως εκ τούτου θα πρέπει πριν αρχίση το μέλος να φροντίση να επιλέξη τον κατάλληλον τόνον ως βάσιν ο οποίος θα τω επιτρέπη την άνετον εκτέλεσιν του ύμνου. Επομένως και ο ιερεύς, αναγνωρίζων την βασιμότητα του αντιμετωπιζομένου προβλήματος δεν θα πρέπει, νομίζομεν, να επιδιώκη να επιβάλλη εις τον ιεροψάλτην τους τόνους, όλως δ' αντιθέτως θα πρέπει την τοιαύτην πρωτοβουλίαν να παραχωρή εις εκείνον, ακολουθών την βάσιν και ούτος εις τας εκφωνήσεις είτε εις τον βασικόν φθόγγον ιστάμενος, είτε εις έτερόν τινα χαμηλότερον ή ύψηλότερον εv αρμονική προς τον βασικόν ευρισκόμενον σχέσει. Άλλως βεβαίως έχει το θέμα εάν ο ιερεύς είναι κάτοχος μουσικών γνώσεων. Τότε ούτος λαμβάνων υπ' όψιν όλους τους παράγοντας, ως καλός μουσικός, δύναται να κατευθύνη την τονικότητα των υπό του ιεροψάλτου εκτελουμένων μελών, εις ας εννοείται περιπτώσεις εναλλάσσεται εις εκφωνήσεις και ψάλματα ο ιερεύς και ο ψάλτης ,όπερ και συνήθως συμβαίνει.
Πάντως ο προσευχόμενος λαός πρέπει να ικανοποιήται και αισθητικώς. Ωνόμασέ τις κάποτε την Θ. Λειτουργίαν ως αρίστην ψυχαγωγίαν. Εάν ο όρος εκληφθή κατά κυριολεξίαν, τότε σημαίνει ότι η Θ.Λατρεία αποβαίνει όντως ψυχής αγωγή. Και τούτο συμβαίνει οσάκις αποφεύγεται παν ό,τι προσβάλλει τα αισθητικά διαφέροντα του ανθρώπου και υποβοηθεί την ψυχικήν του ανάπαυσιν. Από της πλευράς δε ταύτης και η διαμνημονευομένη ενταύθα συνεργασία ιερέως και ψάλτου επιβάλλεται να επεκτείνεται καθ' όλην την έκτασιν των σχέσεων αυτών. Είναι όλως άτοπον και απαράδεκτον να γίνωνται δημοσία συστάσεις ή και παρατηρήσεις εκ μέρους του ιερέως προς τον ιεροψάλτην, και πάντη απόβλητον και κατακριτέον, να σχολιάζηται τυχόν ο ιερεύς υπό του ψάλτου και δη και εις επήκοον των πιστών. Πρέπει εις τον λαόν να παρέχηται η εντύπωσις, ήτις άλλωστε δεν θα απέχη και της πραγματικότητας, ότι μεταξύ των παραγόντων του ναού επικρατεί πνεύμα αγάπης, ειρήνης, αρμονικής συνεργασίας και αμοιβαίας κατανοήσεως ως ακριβώς εμπρέπει εις τους εις τον οίκον του Θεού διακονούντας.
***
Και νυν, κατακλείοντες τας επί του όλου θέματος προεκτεθείσας απόψεις ημών, επιθυμούμεν να τονίσωμεν έτι άπαξ, ότι σκοπός τούτων υπήρξεν ο τονισμός πρωτίστως μεν του σκοπού της ορθοδόξου Λατρείας, εν συνεχεία δε του ρόλου και της συμβολής των ιεροψαλτών εις την λειτουργικήν αναγέννησιν των ημερών μας. Το αίσθημα τούτο της λειτουργικής ανανεώσεως λίαν επιτακτικόν εμφανίζεται εις τας ημέρας μας από τε ορθοδόξου και διαχριστιανικής σκοπιάς. Παραλλήλως δε προς τα συγκαλούμενα ειδικά επιστημονικά συνέδρια προς μελέτην των σχετικών ζητημάτων, παρατηρείται και ποία τις κίνησις εις τους κόλπους της καθ' ημάς Εκκλησίας της Ελλάδος αποβλέπουσα εις την συνειδητοποίησιν των της Λατρείας σκοπών. Βασική θέσις των όσων μέχρι τούδε εξεθέσαμεν ήτο το ότι η Λατρεία αποτελεί εν των πλέον ουσιωδών γνωρισμάτων και ενεργημάτων της θρησκευούσης ψυχής, απορρέουσα εκ του θεμελιώδους θρησκευτικού βιώματος. Και είναι η Λατρεία μας όχι μόνον τύπος. Ούτε μόνον ουσία. Αλλά τύπος άμα και ουσία. Το αισθητόν σημείον εν τη Λατρεία δεν έχει την έννοιαν παραθεωρήσεως της ουσίας, ούτε «αποπνευματοποιήσεως» αυτής. Είναι το κίνητρον της θρησκευτικής εμπειρίας. Ο δε «θησαυρός των τύπων» δι' ημάς τους ορθοδόξους ενέχει μεγίστην αποστολήν, διότι τα μέγιστα δύναται να συντέλεση εις την ολόψυχον προσφοράν του ευωδεστάτου θυμιάματος των «πνευματικών ωδών» δηλαδή των προσευχών προς «το υπερουράνιον και νοερόν θυσιαστήριον» συμβάλλων ούτω εις την «εν πνεύματι και αληθεία» λογικήν του Θεού Λατρείαν. Αλλά και η ουσία και το νόημα της Λατρείας, εγκρυπτομένη κάτωθεν του υλικού πολλάκις πέπλου, παραμένει πάντοτε δι' ημάς τους ορθοδόξους ως η μετά κατανοήσεως βίωσις των αξιών της πίστεως, ήτις οδηγεί ημάς εις το να αποκτήσωμεν ό,τι διά της πτώσεως των πρωτοπλάστων απωλέσαμεν, δηλονότι την θέωσιν. Κατά τον απολογητήν Ιουστίνον οφείλομεν κατά την Λατρείαν όπως σπουδάζωμεν «φύλακες των εντεταλμένων εύρεθήναι ίνα την αιώνιον σωτηρίαν σωθώμεν» (Ιουστίνου Απολογία Α' P.G. 6,421).
Κατά την ορθόδοξον Λατρείαν «τα ουράνια συναγάλλεται τη γη ••• τα επίγεια συγχορεύει ουρανοίς». Και μέσα εις την ωραίαν και κατανυκτικήν ατμόσφαιραν του ορθοδόξου ναού, ο πιστός εν τη μεθέξει των πνευματικών βιωμάτων απολήγει, κατά τον Γρηγόριον τον Θεολόγον, «υιός γενέσθαι Θεού, Θεός αυτός» (P.G. 35, 785). Επομένως διά και από της θείας Λατρείας ο άνθρωπος προσκτάται όχι μόνον τας βιωτικάς του εμπειρίας αλλά και την ψυχικήν απολύτρωσιν και την πνευματικήν ολοκλήρωσιν, την μεταρσίωσιν, την θέωσιν.
Παράγων και ο ιεροψάλτης εντός του χώρου της ορθοδόξου Λατρείας ασκεί υπούργημα μέγιστον και ψυχωφελές. Και οφείλει δια τε της καθόλου αυτού συμπεριφοράς εν τη ενασκήσει των καθηκόντων του, αλλά και της εν γένει μουσικής αποδόσεως των ψαλλομένων να αποβαίνη χειραγωγός των πιστών προς τα άνω, συμβάλλων τα μέγιστα εις την συνειδητοποίησιν, εν τη μεθοδεύσει των σκοπών της Λατρείας, της ανεκφράστου και θείας παρουσίας.
Οι ιεροψάλται ανερχόμενοι εις το εκκλησιαστικόν στασίδιον, περιβαλλόμενοι το ιερόν ράσον, ηγούμενοι του χορού και εξ ονόματος των πιστών «τας λατρείας επιτελούντες», δημιουργούν μίαν ευαίσθητον παρουσίαν εντός του ορθοδόξου ναού. Και η παρουσία αυτή, καθ' ο ευαίσθητος, είναι και λεπτή και ευάλωτος. Δια τούτο απαιτείται εκ μέρους των μεγίστη προσοχή και επιμέλεια. Πάσα προχειρότης ή αβελτηρία δεν αποτελεί απλώς αμέλειαν αλλά αμαρτίαν διά την οποίαν η τιμωρία του Θεού είναι σοβαρά: «επικατάρατος πας ο ποιών τα Έργα Κυρίου αμελώς» (Ιερ. 31,10). Από τους ιεροψάλτας έχει απαιτήσεις και η Εκκλησία και το πλήρωμα. Και η μεν Εκκλησία, δωροφορήσασα εις τούτους την Ιδιότητα του κατωτέρου κληρικού απαιτεί σεμνότητα και ιεροπρέπειαν και πάντα τα ουσιαστικά εκείνα προσόντα των λειτουργών της, διά των οποίων ούτοι καθίστανται ικανοί όπως επιτελούν εν συναισθήσει του χρέους των και εν φόβω Θεού τα καθήκοντά των. Το δε πλήρωμα έχει την απαίτησιν, προσερχόμενον εις τον ναόν δια προσευχήν, να υποβοηθήται υπ' αυτών και να ωθήται μάλλον προς τα άνω.
Είναι όθεν εξόχως ιερόν και μέγα το έργον όπερ η Εκκλησία έχει επιθέσει επί των ώμων των ιερών υμνωδών. Και ούτοι, μνήμονες των παραδόσεων της λαμπράς οικογενείας του ιεροψαλτικού κόσμου, και των απέναντι της Εκκλησίας και του πιστού λαού υποχρεώσεών των το έργον τούτο διεξάγουσι μετά πίστεως και φόβου Θεού εν παντί και πάντοτε προνοούντες «ίνα μη μωμηθή η διακονία» (Β' Κορ. 64,3). Είναι δύσκολον να ευρίσκεται τις πάντοτε συνεπής προς τα πνευματικά του καθήκοντα. Οι ιεροψάλται το γνωρίζουν αυτό. Διό και συντόνους και φιλοτίμους καταβάλλουν προσπάθειας δια να ανταποκρίνονται προς τας υποχρεώσεις της θέσεώς των. Εκλαμβάνουν το στασίδιον ως βήμα διακονίας. Και την τέχνην ως υπουργίαν. Άμεσοι βοηθοί και συνεργάται όντες του λειτουργού ιερέως συνεργάζονται μετ' αυτού αγαστώς αποβλέποντες εις την πνευματικήν πρόοδον της ενορίας. Όσον κακόν δύναται να προκαλέση ιεροψάλτης μη εκτιμών την ιεράν του αποστολήν, τόσον καλόν, και δη και εις βαθμόν πολλαπλάσιον, δημιουργεί και προσφέρει εις όλους ο σεμνός, ευλαβής και προσεκτικός υμνωδός. Ούτος συγκλονίζεται από δέος. Ψάλλει όχι «μετά παρατηρήσεως» αλλά απλώς και σεμνώς. Προσφέρει και προσφέρεται. Γίνεται ιερόν κίνητρον. Και οδηγεί ψυχάς εις τον ουρανόν. Αποβαίνει προπομπός του Παραδείσου. Απόστολος του Χριστού και κήρυξ της Χάριτος.
Τοιούτων ιεροψαλτών ανάγκην έχει σήμερον η Εκκλησία. Αγίων κατά πάντα. Και ικανών εις «το επιτελείν αγιωσύνην εν φόβω Θεού» (Β' Κορ. ζ' 1). Και ούτοι οσάκις θα πορεύωνται «άμωμοι εν οδώ», τη οδώ του ιερού των χρέους, θα λαμβάνουν δύναμιν και θείαν ευλογίαν διά να συνεχίσουν ες αεί, «έως υπάρχουν» επί της γης αυτής «λαλούντες εαυτοίς ψαλμοίς και ύμνοις και ωδαίς πνευματικαίς, άδοντες και ψάλλοντες εν τη καρδία αυτών τω Κυρίω» (Έφεσ. ε', 19).
|
«Κράτα γερά μέσα σου τα ζώπυρα της πίστεως που παρέλαβες από τους γονείς σου. Η Ελλάδα είναι η χώρα των μεγάλων αγώνων για την κατίσχυση των μεγάλων ιδανικών. Μην αφήσεις τη χώρα σου να χάσει το χαρακτήρα της και να μετατραπεί σε μάζα ανθρώπων, χωρίς συνείδηση, χωρίς εθνικότητα και χωρίς ταυτότητα. Μέσα σ' αυτή τη μάζα κινδυνεύεις να γίνεις ένα νούμερο, ένας αριθμός, να χάσεις την ελευθερία της προσωπικότητάς σου. Αδελφοί, μείνατε εδραίοι και αμετακίνητοι σε όσα μάθατε και σε όσα επιστώθητε. Μείνατε σταθεροί στην πίστη και στα ιδανικά του Γένους. Αυτό είναι το χρέος μας.»
|